Πρακτική στα σουηδικά
Μετάφραση: πρακτική, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
övning, vana, praktik, praxis, praktiken, metoder
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρακτική
πρακτική άσκηση σπουδαστών ιεκ, πρακτική άσκηση, πρακτική άσκηση τει, πρακτική αριθμητική, πρακτική φιλοσοφία, πρακτική λεξικό γλώσσας σουηδικά, πρακτική στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- πραγματοποίηση στα σουηδικά - förverkligande, realisering, förverkligandet, genomförandet, förverkliga
- πραγματοποιώ στα σουηδικά - förvärva, utföra, uppfylla, nå, fullborda, inse, inser, ...
- πρακτικός στα σουηδικά - praktisk, praktiskt, praktiska, praktiken, konkret
- πρακτορείο στα σουηδικά - ämbetsverk, kontor, agentur, organet, byrå, byrån
Τυχαίες λέξεις
Πρακτική στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: övning, vana, praktik, praxis, praktiken, metoder
Μεταφράσεις: övning, vana, praktik, praxis, praktiken, metoder