Il στα ελληνικά
Μετάφραση: il, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαρχία, κόσμος, άνθρωποι, κυριαρχία, άνθρωπος, αρμοδιότητα, έδαφος, επαρχίας, Province, Διαμέρισμα, την επαρχία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- iklim στα ελληνικά - κλίμα, κλίματος, του κλίματος, κλιματική, το κλίμα
- iktisat στα ελληνικά - οικονομία, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, της οικονομίας
- ilahi στα ελληνικά - θείος, θεϊκός, θεία, θεϊκή, θείας
- ilahiyat στα ελληνικά - θεολογία, θεολογίας, Θεολογικής, Θεολογική, τη θεολογία
Τυχαίες λέξεις
Il στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαρχία, κόσμος, άνθρωποι, κυριαρχία, άνθρωπος, αρμοδιότητα, έδαφος, επαρχίας, Province, Διαμέρισμα, την επαρχία
Μεταφράσεις: επαρχία, κόσμος, άνθρωποι, κυριαρχία, άνθρωπος, αρμοδιότητα, έδαφος, επαρχίας, Province, Διαμέρισμα, την επαρχία