Celkový στα ελληνικά

Μετάφραση: celkový, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στρατηγός, αισχρός, ολικός, σύνολο, σπουδαίος, πρόστυχος, ακαθάριστος, ποδιά, μεγάλος, λαμπρός, συσσωμάτωμα, συνολικός, γενικός, χοντρός, συνολικά, συνολική, συνολικής, γενική, συνολικό
Celkový στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • celistvý στα ελληνικά - συμπυκνωμένος, πυκνός, συμπαγής, δασύς, στερεός, στέρεο, στερεό, ...
  • celkem στα ελληνικά - αρκετά, πλήρως, εντελώς, σύνολο, συνολικός, συνολικό, συνολική, ...
  • celnice στα ελληνικά - έθιμα, τελωνείο, τελωνειακός, τελωνειακές, τελωνειακή, τελωνειακό
  • celní στα ελληνικά - τελωνείο, έθιμα, τελωνειακός, τελωνειακές, τελωνειακή, τελωνειακό
Τυχαίες λέξεις
Celkový στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στρατηγός, αισχρός, ολικός, σύνολο, σπουδαίος, πρόστυχος, ακαθάριστος, ποδιά, μεγάλος, λαμπρός, συσσωμάτωμα, συνολικός, γενικός, χοντρός, συνολικά, συνολική, συνολικής, γενική, συνολικό