Järjestää στα ελληνικά

Μετάφραση: järjestää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκεντρώνω, δίνω, έχω, προμηθεύω, στρατάρχης, κανονίζω, φτιάχνω, επιστρατεύω, παραδίνω, τακτοποιώ, έχε, επιπλώνω, οργανώσει, οργανώνουν, οργανώνει, οργανώσουν, διοργανώνουν
Järjestää στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • järjestäytynyt στα ελληνικά - οργανωμένος, οργανωμένη, οργανώνονται, διοργάνωσε, του οργανωμένου
  • järjestäytyä στα ελληνικά - οργανώσει, οργανώνουν, οργανώνει, οργανώσουν, διοργανώνουν
  • järjestö στα ελληνικά - οργάνωση, σχέση, διοργάνωση, οργανισμός, οργάνωσης, οργανώσεως, οργανισμού
  • järjetön στα ελληνικά - εξωφρενικός, σκανδαλώδης, παράλογος, παράλογο, παράλογη, παράλογες, παράλογα
Τυχαίες λέξεις
Järjestää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκεντρώνω, δίνω, έχω, προμηθεύω, στρατάρχης, κανονίζω, φτιάχνω, επιστρατεύω, παραδίνω, τακτοποιώ, έχε, επιπλώνω, οργανώσει, οργανώνουν, οργανώνει, οργανώσουν, διοργανώνουν