Pilkata στα ελληνικά

Μετάφραση: pilkata, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασυρμός, γελοιοποιώ, πλαστός, κοροϊδεύω, mock, παρωδία, μακέτα
Pilkata στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pilkahtaa στα ελληνικά - κρυφοκοιτάζω, ριπή οφθαλμού, σπινθηρίζω, βλεφαρίζω, αστράφτετε, λαμπυρίζουν
  • pilkallinen στα ελληνικά - περιπαιχτικός, σαρκαστικός, εμπαικτικός, ειρωνικός, γελοίος, κοροϊδευτικό, derisive, ...
  • pilke στα ελληνικά - λάμψη, σπιθίζω, ψιλοκομμένο, ψιλοκομμένα, τεμαχισμένα, ψιλοκομμένες, ψιλοκομμένη
  • pilkistää στα ελληνικά - κρυφοκοιτάζω, τιτίβισμα, PEEP, το PEEP, τιτιβίσματος
Τυχαίες λέξεις
Pilkata στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασυρμός, γελοιοποιώ, πλαστός, κοροϊδεύω, mock, παρωδία, μακέτα