Чек στα ελληνικά
Μετάφραση: чек, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιταγή, αναχαιτίζω, ανακόπτω, σταματώ, καρέ, έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- чаша στα ελληνικά - φλιτζάνι, κύπελλο, κούπα, φλυτζάνι, κυπέλλου
- чашка στα ελληνικά - φλιτζάνι, κύπελλο, κούπα, φλυτζάνι, κυπέλλου
- червей στα ελληνικά - σκουλήκι, worm, ιός τύπου worm, τύπου worm, ιό τύπου worm
- червен στα ελληνικά - κόκκινος, κεράσι, ροδαλός, κόκκινο, κόκκινη, κόκκινα, κόκκινου
Τυχαίες λέξεις
Чек στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιταγή, αναχαιτίζω, ανακόπτω, σταματώ, καρέ, έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη
Μεταφράσεις: επιταγή, αναχαιτίζω, ανακόπτω, σταματώ, καρέ, έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη