Reinemachen στα ελληνικά

Μετάφραση: reinemachen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαρίζω, καθαρός, καθαρό, καθαρή, καθαρά, καθαρής, καθαρού
Reinemachen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • büchermappe στα ελληνικά - χαρτοφύλακας, βιβλίο, το βιβλίο, βιβλίου, βιβλίων, λογιστική
  • divergierende στα ελληνικά - αποκλίνουσες, αποκλίνοντα, αποκλίνουσα, αποκλινουσών, αποκλινόντων
  • drüsenentzündung στα ελληνικά - αδένα, αδένας, αδένων, αδένες, βιδωτή
Τυχαίες λέξεις
Reinemachen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαρίζω, καθαρός, καθαρό, καθαρή, καθαρά, καθαρής, καθαρού