Oprette στα ελληνικά
Μετάφραση: oprette, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδρύω, διαπιστώνω, επιβάλλω, καθιερώνω, δημιουργήσετε, δημιουργήσουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, να δημιουργήσει
Μεταφράσεις
- opnå στα ελληνικά - αποκτώ, κερδίζω, νικώ, επιτύχει, επιτύχουν, επίτευξη, την επίτευξη, ...
- oppumpe στα ελληνικά - αντλία, φουσκώνω, τρόμπα, φουσκώνουν, διογκώσει, φουσκώνει, διογκώνουν, ...
- oprindelig στα ελληνικά - γνήσιος, πρωτότυπος, γηγενής, ιθαγενής, αρχικά, αρχικώς, που αρχικά, ...
- oprindelse στα ελληνικά - έναρξη, προέλευση, ρίζα, αρχή, πηγή, καταγωγή, προέλευσης, ...
Τυχαίες λέξεις
Oprette στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδρύω, διαπιστώνω, επιβάλλω, καθιερώνω, δημιουργήσετε, δημιουργήσουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, να δημιουργήσει
Μεταφράσεις: ιδρύω, διαπιστώνω, επιβάλλω, καθιερώνω, δημιουργήσετε, δημιουργήσουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, να δημιουργήσει