Ιδρύω στα δανικά
Μετάφραση: ιδρύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
oprette, oprejst, opføre, rejse, rank, opretstående
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδρύω
ιδρύω αρχαια κλιση, ιδρύω αρχαια παρακειμενος, ιδρύω συνωνυμα, ιδρύω αρχαια, ιδρύω παρακείμενος, ιδρύω λεξικό γλώσσας δανικά, ιδρύω στα δανικά
Μεταφράσεις
- ιδού στα δανικά - lo, see
- ιδρυτής στα δανικά - grundlægger, grundlæggeren, stifter, stifteren
- ιερέας στα δανικά - sognepræst, minister, præst, kapellan, feltpræst, Kapellanen, præsten
- ιεραπόστολος στα δανικά - missionær, missionering, missionske, missioneringen
Τυχαίες λέξεις
Ιδρύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: oprette, oprejst, opføre, rejse, rank, opretstående
Μεταφράσεις: oprette, oprejst, opføre, rejse, rank, opretstående