Stemning στα ελληνικά

Μετάφραση: stemning, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κέφι, έγκλιση, διάθεση, διάθεσης, της διάθεσης, διάθεσή, τη διάθεση
Stemning στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stejl στα ελληνικά - απόκρημνος, απότομος, κοφτός, απότομη, απότομες, απότομο
  • stemme στα ελληνικά - φωνή, ψηφίζω, ψήφος, εκφράζω, φωνής, φωνητικής, φωνητική, ...
  • stempel στα ελληνικά - έμβολο, πιστόνι, σφραγίδα, γραμματόσημο, γραμματοσήμων, Stamp, χαρτοσήμου
  • sten στα ελληνικά - κουνώ, λιθοβολώ, ροκ, πετροβολώ, πέτρα, λικνίζω, πέτρινο, ...
Τυχαίες λέξεις
Stemning στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κέφι, έγκλιση, διάθεση, διάθεσης, της διάθεσης, διάθεσή, τη διάθεση