Ασύμπτωτο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ασύμπτωτο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
асимптота
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασύμπτωτο
ασύμπτωτο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ασύμπτωτο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ασύλληπτος στα βουλγαρικά - уклончивия, незабелязана
- ασύμμετρος στα βουλγαρικά - несъезмерим, несъответстващ, несъразмерно, недостатъчен, несъответствуващ
- ασύρματο στα βουλγαρικά - Wireless, Безжичен, Безжични, безжична, Шумоизолирани
- ασύστολα στα βουλγαρικά - безсрамно, безсрамно се, безсрамно да
Τυχαίες λέξεις
Ασύμπτωτο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: асимптота
Μεταφράσεις: асимптота