Ασύμπτωτο στα τούρκικα
Μετάφραση: ασύμπτωτο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
asimptot, Asymptote, Asimtot, asimptotu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασύμπτωτο
ασύμπτωτο λεξικό γλώσσας τούρκικα, ασύμπτωτο στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ασύλληπτος στα τούρκικα - ince, yakalanmamış, yakalanmamış özel, yakalanmayan
- ασύμμετρος στα τούρκικα - oransız, orantısız, ölçülemez, kusurlu, oran- t
- ασύρματο στα τούρκικα - telsiz, kablosuz, Wireless, kablosuz iletişim
- ασύστολα στα τούρκικα - utanmadan, utanmazca, pervasızca, shamelessly
Τυχαίες λέξεις
Ασύμπτωτο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: asimptot, Asymptote, Asimtot, asimptotu
Μεταφράσεις: asimptot, Asymptote, Asimtot, asimptotu