Ασύμπτωτο στα ουκρανικά

Μετάφραση: ασύμπτωτο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
асимптота, Асимптоти
Ασύμπτωτο στα ουκρανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασύμπτωτο

ασύμπτωτο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ασύμπτωτο στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ασύλληπτος στα ουκρανικά - невловимий, неперехваченное
  • ασύμμετρος στα ουκρανικά - асиметричний, несоразмерний, нерозмірний, невідповідних, неспівмірний, невідповідна
  • ασύρματο στα ουκρανικά - найтонший, Бездротовий, бездротової, бездротового, Безпровідний, безпроводової
  • ασύστολα στα ουκρανικά - безсоромно
Τυχαίες λέξεις
Ασύμπτωτο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: асимптота, Асимптоти