Ασύμπτωτο στα δανικά

Μετάφραση: ασύμπτωτο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
asymptote
Ασύμπτωτο στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασύμπτωτο

ασύμπτωτο λεξικό γλώσσας δανικά, ασύμπτωτο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ασύλληπτος στα δανικά - ikke-fanget
  • ασύμμετρος στα δανικά - utilstrækkeligt, usammenlignelig
  • ασύρματο στα δανικά - radio, Trådløs, Trådløst, Wireless, trådløse, den trådløse
  • ασύστολα στα δανικά - skamløst, frækt, skammeligt, skamløst at, skamløs
Τυχαίες λέξεις
Ασύμπτωτο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: asymptote