Αυθόρμητος στα ουκρανικά
Μετάφραση: αυθόρμητος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стихійний, спонтанний, непримушений, самовільний
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυθόρμητος
αυθόρμητος στα αγγλικά, αυθόρμητος υλισμός, αυθόρμητος λόγος, αυθόρμητος english, αυθόρμητος συνώνυμο, αυθόρμητος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αυθόρμητος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αυθεντικός στα ουκρανικά - дійсний, справжній, істинний, достовірний, автентичний, непідроблений, вірогідний, ...
- αυθορμητισμός στα ουκρανικά - спонтанність, спонтанності
- αυλάκι στα ουκρανικά - борозна, колія, навичка, звичне, звичка, паз, гузка, ...
- αυλή στα ουκρανικά - корт, дзявкання, дворище, подвір'я, урядування, двір, двор
Τυχαίες λέξεις
Αυθόρμητος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: стихійний, спонтанний, непримушений, самовільний
Μεταφράσεις: стихійний, спонтанний, непримушений, самовільний