Αυθόρμητος στα δανικά
Μετάφραση: αυθόρμητος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
uopfordret, markedsfriheder, uberettigede
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυθόρμητος
αυθόρμητος στα αγγλικά, αυθόρμητος υλισμός, αυθόρμητος λόγος, αυθόρμητος english, αυθόρμητος συνώνυμο, αυθόρμητος λεξικό γλώσσας δανικά, αυθόρμητος στα δανικά
Μεταφράσεις
- αυθεντικός στα δανικά - ægte, autentiske, autentisk, gyldighed, er autentiske
- αυθορμητισμός στα δανικά - spontanitet, spontaniteten, spontane, umiddelbarhed, spontan
- αυλάκι στα δανικά - læg, rynke, fold, fure, furen, Furrow, furet, ...
- αυλή στα δανικά - gård, ret, gårdsplads, yard, gårdhave, gården, indre gårdhave
Τυχαίες λέξεις
Αυθόρμητος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: uopfordret, markedsfriheder, uberettigede
Μεταφράσεις: uopfordret, markedsfriheder, uberettigede