Διανοούμενος στα δανικά
Μετάφραση: διανοούμενος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
intellektuel, intellektuelle, den intellektuelle, immaterielle, af intellektuelle
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διανοούμενος
διανοούμενος ορισμος, διανοούμενος συνθετικα, διανοούμενος ανθρωπος, διανοούμενος αγγλικα, διανοούμενος συνώνυμο, διανοούμενος λεξικό γλώσσας δανικά, διανοούμενος στα δανικά
Μεταφράσεις
- διανομή στα δανικά - fordeling, fordelingen, distributionen, uddeling, distributionssystem
- διανοούμενοι στα δανικά - intelligentsia, intelligentsiaen, intellektuelle, intelligens, intelligensen
- διανύω στα δανικά - være, findes, eksistere, rejste, rejst, rejste som, tilbagelagt
- διαπεραστικός στα δανικά - skingrende, skinger, skingre, skærende, skingert
Τυχαίες λέξεις
Διανοούμενος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: intellektuel, intellektuelle, den intellektuelle, immaterielle, af intellektuelle
Μεταφράσεις: intellektuel, intellektuelle, den intellektuelle, immaterielle, af intellektuelle