Διανοούμενος στα ουκρανικά
Μετάφραση: διανοούμενος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
інтелектуальної, інтелектуальною, інтелектуальній, інтелектуальну
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διανοούμενος
διανοούμενος ορισμος, διανοούμενος συνθετικα, διανοούμενος ανθρωπος, διανοούμενος αγγλικα, διανοούμενος συνώνυμο, διανοούμενος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διανοούμενος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διανομή στα ουκρανικά - роздача, призначання, асигнування, асигнація, розподіл, переуступка, розповсюджування, ...
- διανοούμενοι στα ουκρανικά - розумно, інтелігенція, інтеліґенція
- διανύω στα ουκρανικά - побувати, нагоду, встати, наступити, спроможність, подорожував, мандрував
- διαπεραστικός στα ουκρανικά - отвір, проникливий, пронизливий, укол, буріння, різкий, гострий, ...
Τυχαίες λέξεις
Διανοούμενος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: інтелектуальної, інтелектуальною, інтелектуальній, інтелектуальну
Μεταφράσεις: інтелектуальної, інтелектуальною, інтелектуальній, інтелектуальну