Διανοούμενος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: διανοούμενος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інтэлектуальнай
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διανοούμενος
διανοούμενος ορισμος, διανοούμενος συνθετικα, διανοούμενος ανθρωπος, διανοούμενος αγγλικα, διανοούμενος συνώνυμο, διανοούμενος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, διανοούμενος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- διανομή στα λευκορωσικά - размеркаванне, разьмеркаваньне
- διανοούμενοι στα λευκορωσικά - інтэлігенцыя
- διανύω στα λευκορωσικά - падарожнічаў, вандраваў
- διαπεραστικός στα λευκορωσικά - пранізлівы, прарэзлівы, пранізьлівы, пранізлівае, пранізліва
Τυχαίες λέξεις
Διανοούμενος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: інтэлектуальнай
Μεταφράσεις: інтэлектуальнай