Ευγένεια στα ισλανδικά

Μετάφραση: ευγένεια, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kurteisi
Ευγένεια στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευγένεια

ευγένεια λεξικό, ευγένεια κλειδαρά, ευγένεια ρητα, ευγένεια καρυωτάκης, ευγένεια samara, ευγένεια λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ευγένεια στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ευαισθησία στα ισλανδικά - næmi, næmi fyrir, á næmi, áhrifin, viðkvæmni
  • ευανάγνωστος στα ισλανδικά - læsileg, læsilegri, læsilegu formi, læsilegur, lesanlegt
  • ευγενικά στα ισλανδικά - kurteislega, kurteisliga
  • ευγενικός στα ισλανδικά - tegund, kurteis, vænn, gerð, almennilegur, kurteisi, kurteislega, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευγένεια στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: kurteisi