Παθητικό στα αλβανικά
Μετάφραση: παθητικό, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
detyrimet, pasivet, Obligimet, detyrime, detyrime të
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παθητικό
παθητικό κάπνισμα, παθητικό σπίτι στην ελλάδα, παθητικό σπίτι, παθητικό εισόδημα, παθητικό κάπνισμα επιπτώσεις, παθητικό λεξικό γλώσσας αλβανικά, παθητικό στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- παθαίνω στα αλβανικά - heq, unë, I, kam, të, që unë
- παθητικά στα αλβανικά - pasiv, pasive, Passive, pasivë, pasive e
- παθητικός στα αλβανικά - pasiv, pasive, Passive, pasivë, pasive e
- παθιασμένος στα αλβανικά - i pasionuar, pasionant, pasionuar, të pasionuar, apasionuar
Τυχαίες λέξεις
Παθητικό στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: detyrimet, pasivet, Obligimet, detyrime, detyrime të
Μεταφράσεις: detyrimet, pasivet, Obligimet, detyrime, detyrime të