Παθητικό στα δανικά

Μετάφραση: παθητικό, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
passiver, forpligtelser, gæld, gældsforpligtelser
Παθητικό στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παθητικό

παθητικό κάπνισμα, παθητικό σπίτι στην ελλάδα, παθητικό σπίτι, παθητικό εισόδημα, παθητικό κάπνισμα επιπτώσεις, παθητικό λεξικό γλώσσας δανικά, παθητικό στα δανικά

Μεταφράσεις

  • παθαίνω στα δανικά - lide, jeg får, jeg, jeg få, får jeg, jeg kommer
  • παθητικά στα δανικά - passive, passiv, passivt, en passiv
  • παθητικός στα δανικά - passiv, passive, passivt, en passiv
  • παθιασμένος στα δανικά - lidenskabelig, lidenskabelige, passioneret, brænder, lidenskabeligt
Τυχαίες λέξεις
Παθητικό στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: passiver, forpligtelser, gæld, gældsforpligtelser