Παθητικό στα λιθουανικά
Μετάφραση: παθητικό, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įsipareigojimai, įsipareigojimų, įsipareigojimus
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παθητικό
παθητικό κάπνισμα, παθητικό σπίτι στην ελλάδα, παθητικό σπίτι, παθητικό εισόδημα, παθητικό κάπνισμα επιπτώσεις, παθητικό λεξικό γλώσσας λιθουανικά, παθητικό στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- παθαίνω στα λιθουανικά - gaunu, man, gauti, galiu gauti, aš gausiu
- παθητικά στα λιθουανικά - pasyvus, pasyvi, pasyvioji, pasyviai, pasyvaus
- παθητικός στα λιθουανικά - pasyvus, pasyvi, pasyvioji, pasyviai, pasyvaus
- παθιασμένος στα λιθουανικά - ugningas, aistringas, aistringai, aistringa, passionate, aistringi
Τυχαίες λέξεις
Παθητικό στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įsipareigojimai, įsipareigojimų, įsipareigojimus
Μεταφράσεις: įsipareigojimai, įsipareigojimų, įsipareigojimus