Άβυσσος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: άβυσσος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
залив, бездна, пропаст, бездната, бездна и
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άβυσσος
άβυσσος βικιπαίδεια, άβυσσος συνώνυμο, άβυσσος ορισμός, άβυσσος η ψυχή της γυναίκας, άβυσσος ενυδρεία, άβυσσος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, άβυσσος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- άβολα στα βουλγαρικά - неудобен, неудобно, неприятно, чувстваше некомфортно, некомфортно
- άβολος στα βουλγαρικά - неудобен, неудобно, неприятно, чувстваше некомфортно, некомфортно
- άγαλμα στα βουλγαρικά - статуя, скулптура, статуята, статуя на, статуетка
- άγγελμα στα βουλγαρικά - съобщение, послание, съобщението, съобщения
Τυχαίες λέξεις
Άβυσσος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: залив, бездна, пропаст, бездната, бездна и
Μεταφράσεις: залив, бездна, пропаст, бездната, бездна и