Άβυσσος στα δανικά

Μετάφραση: άβυσσος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
afgrund, bugt, golf, afgrunden, abyss
Άβυσσος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άβυσσος

άβυσσος βικιπαίδεια, άβυσσος συνώνυμο, άβυσσος ορισμός, άβυσσος η ψυχή της γυναίκας, άβυσσος ενυδρεία, άβυσσος λεξικό γλώσσας δανικά, άβυσσος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • άβολα στα δανικά - ubehageligt, ubehagelige, ubehagelig, utilpas
  • άβολος στα δανικά - vanskelig, ubehageligt, ubehagelige, ubehagelig, utilpas
  • άγαλμα στα δανικά - statue, skulptur, statuen, statuebillede
  • άγγελμα στα δανικά - besked, meddelelse, meddelelsen, budskab, beskeden
Τυχαίες λέξεις
Άβυσσος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: afgrund, bugt, golf, afgrunden, abyss