Άβυσσος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: άβυσσος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прорву, бездань, прорва, знікнуць, прапасці
Άβυσσος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άβυσσος

άβυσσος βικιπαίδεια, άβυσσος συνώνυμο, άβυσσος ορισμός, άβυσσος η ψυχή της γυναίκας, άβυσσος ενυδρεία, άβυσσος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, άβυσσος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • άβολα στα λευκορωσικά - нязручны, няёмкі, няёмкае, неудобный, нязручнае
  • άβολος στα λευκορωσικά - нязручны, няёмкі, няёмкае, неудобный, нязручнае
  • άγαλμα στα λευκορωσικά - статуя, статую, скульптура
  • άγγελμα στα λευκορωσικά - паведамленне
Τυχαίες λέξεις
Άβυσσος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: прорву, бездань, прорва, знікнуць, прапасці