Άβυσσος στα λατινικά

Μετάφραση: άβυσσος, Λεξικό: ελληνικά » λατινικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λατινικά
Μεταφράσεις:
abruptum, sinus
Άβυσσος στα λατινικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άβυσσος

άβυσσος βικιπαίδεια, άβυσσος συνώνυμο, άβυσσος ορισμός, άβυσσος η ψυχή της γυναίκας, άβυσσος ενυδρεία, άβυσσος λεξικό γλώσσας λατινικά, άβυσσος στα λατινικά

Μεταφράσεις

  • άγαλμα στα λατινικά - statua
  • άγγελμα στα λατινικά - nuntius
Τυχαίες λέξεις
Άβυσσος στα λατινικά - Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Μεταφράσεις: abruptum, sinus