Άδεια στα βουλγαρικά

Μετάφραση: άδεια, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разрешение, отпуск, лиценз, разрешително, лицензия, свидетелство, лиценза
Άδεια στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άδεια

άδεια διαμονής, άδεια μητρότητας, άδεια άνευ αποδοχών, άδεια χρήσης νερού, άδεια μικρής κλίμακας, άδεια λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, άδεια στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • άγρυπνος στα βουλγαρικά - буден, безсънен, безсънна, безсънни, безсънната
  • άγχος στα βουλγαρικά - стрес, давление, ужас, стреса, напрежение, на стреса, на стрес
  • άδειος στα βουλγαρικά - празен, празна, празно, празни, празната
  • άδικος στα βουλγαρικά - несправедливия, несправедлив, неправедното, неправедният, неправедно, неправеден
Τυχαίες λέξεις
Άδεια στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: разрешение, отпуск, лиценз, разрешително, лицензия, свидетелство, лиценза