Άδεια στα δανικά

Μετάφραση: άδεια, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tillade, tilladelse, licens, enighed, licensen, Licenstype
Άδεια στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άδεια

άδεια διαμονής, άδεια μητρότητας, άδεια άνευ αποδοχών, άδεια χρήσης νερού, άδεια μικρής κλίμακας, άδεια λεξικό γλώσσας δανικά, άδεια στα δανικά

Μεταφράσεις

  • άγρυπνος στα δανικά - rask, livlig, søvnløs, søvnløse, sleepless
  • άγχος στα δανικά - angst, betoning, tryk, stress, belastning, understrege, spænding
  • άδειος στα δανικά - tømme, tom, øde, tomme, tomt
  • άδικος στα δανικά - uretfærdige, uretfærdig, uretfærdigt, unrighteous
Τυχαίες λέξεις
Άδεια στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tillade, tilladelse, licens, enighed, licensen, Licenstype