Άδεια στα ισλανδικά
Μετάφραση: άδεια, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
heimild, leyfi, leyfið, leyfisveitandi, skírteini, leyfi til
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άδεια
άδεια διαμονής, άδεια μητρότητας, άδεια άνευ αποδοχών, άδεια χρήσης νερού, άδεια μικρής κλίμακας, άδεια λεξικό γλώσσας ισλανδικά, άδεια στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- άγρυπνος στα ισλανδικά - svefnlausar, andvaka, Sleepless
- άγχος στα ισλανδικά - streitu, streita, álag, álagi
- άδειος στα ισλανδικά - auður, tómur, tóm, tómt, autt, tæma
- άδικος στα ισλανδικά - rangláta, ótrúr, ranglátir, ranglátu
Τυχαίες λέξεις
Άδεια στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: heimild, leyfi, leyfið, leyfisveitandi, skírteini, leyfi til
Μεταφράσεις: heimild, leyfi, leyfið, leyfisveitandi, skírteini, leyfi til