Άνοιγμα στα βουλγαρικά

Μετάφραση: άνοιγμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
люк, отвор, отваряне, откриване, откриването, отварянето
Άνοιγμα στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άνοιγμα

άνοιγμα λογαριασμού εθνική, άνοιγμα φύλλου, άνοιγμα λογαριασμού πειραιώς, άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού, άνοιγμα λογαριασμού gmail, άνοιγμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, άνοιγμα στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • άνισος στα βουλγαρικά - неравен, нееднакъв, неравностойно, неравно, неравното
  • άνοδος στα βουλγαρικά - анод, аноден, анодна, анодно, на аноди
  • άνοιξη στα βουλγαρικά - весна, пружина, пролет, пролетен, пролетта, пролетта на
  • άνομος στα βουλγαρικά - разюздан, незаконосъобразен, незаконен, беззаконният, беззаконна
Τυχαίες λέξεις
Άνοιγμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: люк, отвор, отваряне, откриване, откриването, отварянето