Άνοιγμα στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: άνοιγμα, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
отворањето, отворање, отворот, отварање, отвор
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άνοιγμα
άνοιγμα λογαριασμού εθνική, άνοιγμα φύλλου, άνοιγμα λογαριασμού πειραιώς, άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού, άνοιγμα λογαριασμού gmail, άνοιγμα λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, άνοιγμα στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- άνισος στα σλαβομακεδονικά - нееднаков, нееднакви, нееднаква, нерамноправна, нееднаквиот
- άνοδος στα σλαβομακεδονικά - анодна, анода, анодата, анод
- άνοιξη στα σλαβομακεδονικά - пролет, пролетта, на пролетта, извор, изворот
- άνομος στα σλαβομακεδονικά - заднината, нелегален, беззаконие, беззаконски, незаконско
Τυχαίες λέξεις
Άνοιγμα στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: отворањето, отворање, отворот, отварање, отвор
Μεταφράσεις: отворањето, отворање, отворот, отварање, отвор