Αλοιφή στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αλοιφή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мехлем, мазило, маз, миро, крем
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλοιφή
αλοιφή τρετινοΐνης, αλοιφή 3m, αλοιφή για την μεση, αλοιφή για ψύλλους, αλοιφή για μελανιές, αλοιφή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αλοιφή στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αλμυρός στα βουλγαρικά - солено, солен, солена, солени, соленото
- αλογάκι στα βουλγαρικά - кранта, конче, пони, заяждане
- αλουμινόχαρτο στα βουλγαρικά - сребърно фолио
- αλτρουιστής στα βουλγαρικά - алтруист, алтруистично
Τυχαίες λέξεις
Αλοιφή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: мехлем, мазило, маз, миро, крем
Μεταφράσεις: мехлем, мазило, маз, миро, крем