Αλοιφή στα ισλανδικά
Μετάφραση: αλοιφή, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áburður, smyrsli, smyrsl, smyrslið, smyrslinu, af smyrslinu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλοιφή
αλοιφή τρετινοΐνης, αλοιφή 3m, αλοιφή για την μεση, αλοιφή για ψύλλους, αλοιφή για μελανιές, αλοιφή λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αλοιφή στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αλμυρός στα ισλανδικά - salt, saltur, krydda, mikið salt, ef mikið salt
- αλογάκι στα ισλανδικά - faxi, nöldra
- αλουμινόχαρτο στα ισλανδικά - silfur, silfri, silfrið
- αλτρουιστής στα ισλανδικά - altruist
Τυχαίες λέξεις
Αλοιφή στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: áburður, smyrsli, smyrsl, smyrslið, smyrslinu, af smyrslinu
Μεταφράσεις: áburður, smyrsli, smyrsl, smyrslið, smyrslinu, af smyrslinu