Αλοιφή στα τούρκικα
Μετάφραση: αλοιφή, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
merhem, merhemi, ointment, pomad, bir merhem
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλοιφή
αλοιφή τρετινοΐνης, αλοιφή 3m, αλοιφή για την μεση, αλοιφή για ψύλλους, αλοιφή για μελανιές, αλοιφή λεξικό γλώσσας τούρκικα, αλοιφή στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αλμυρός στα τούρκικα - tuzlu, tuzlu bir, salty
- αλογάκι στα τούρκικα - midilli, ufak at, ihtiyar at, nag, dırdır, hasta yaşlı at
- αλουμινόχαρτο στα τούρκικα - gümüş varak, gümüş metal yaprak, gibi gümüş renkli folyo, gümüş renkli folyo, gümüş yaprak
- αλτρουιστής στα τούρκικα - özgeci, altruist, Fedekar, fedakâr, başkalarını düşünen
Τυχαίες λέξεις
Αλοιφή στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: merhem, merhemi, ointment, pomad, bir merhem
Μεταφράσεις: merhem, merhemi, ointment, pomad, bir merhem