Αλοιφή στα δανικά

Μετάφραση: αλοιφή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
balsam, salve, salven, bægeret, en salve
Αλοιφή στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλοιφή

αλοιφή τρετινοΐνης, αλοιφή 3m, αλοιφή για την μεση, αλοιφή για ψύλλους, αλοιφή για μελανιές, αλοιφή λεξικό γλώσσας δανικά, αλοιφή στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αλμυρός στα δανικά - salt, salte, salty, saltet, saltholdig
  • αλογάκι στα δανικά - nag, Storeklavs, krikke
  • αλουμινόχαρτο στα δανικά - sølvfolie, sølvpapir, sølvfolien
  • αλτρουιστής στα δανικά - altruist, altruistiske
Τυχαίες λέξεις
Αλοιφή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: balsam, salve, salven, bægeret, en salve