Ανάκαμψη στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ανάκαμψη, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възстановяване, възстановяването, оползотворяване, за възстановяване, възстановяване на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάκαμψη
ανάκαμψη συνώνυμο, ανάκαμψη συνώνυμα, ανάκαμψη ορισμός, ανάκαμψη μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο, ανάκαμψη λεξικό, ανάκαμψη λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ανάκαμψη στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ανάθεμα στα βουλγαρικά - проклятие, анатема, проклет, в анатема
- ανάθεση στα βουλγαρικά - назначение, задание, възлагане, прехвърляне, задача
- ανάκλιντρο στα βουλγαρικά - кушетка, диван, дивана, диван на, канапе
- ανάκριση στα βουλγαρικά - справка, дознание, следствие, следствието
Τυχαίες λέξεις
Ανάκαμψη στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: възстановяване, възстановяването, оползотворяване, за възстановяване, възстановяване на
Μεταφράσεις: възстановяване, възстановяването, оползотворяване, за възстановяване, възстановяване на