Ανάκαμψη στα τούρκικα
Μετάφραση: ανάκαμψη, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kurtarma, geri kazanım, iyileşme, kurtarılan, toparlanma
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάκαμψη
ανάκαμψη συνώνυμο, ανάκαμψη συνώνυμα, ανάκαμψη ορισμός, ανάκαμψη μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο, ανάκαμψη λεξικό, ανάκαμψη λεξικό γλώσσας τούρκικα, ανάκαμψη στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ανάθεμα στα τούρκικα - aforoz, Anathema, lânetlenmiş, lanetlidir, lanetli
- ανάθεση στα τούρκικα - atama, ataması, ödev, tayin, görev
- ανάκλιντρο στα τούρκικα - divan, kanepe, kanepede, couch, kanepem, sedirler
- ανάκριση στα τούρκικα - tahkikat, soruşturma, inquest, ölüm soruşturması, ölüm soruşturmasının
Τυχαίες λέξεις
Ανάκαμψη στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kurtarma, geri kazanım, iyileşme, kurtarılan, toparlanma
Μεταφράσεις: kurtarma, geri kazanım, iyileşme, kurtarılan, toparlanma