Ανάκαμψη στα ισλανδικά
Μετάφραση: ανάκαμψη, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bata, bati, endurheimt, endurheimtur
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάκαμψη
ανάκαμψη συνώνυμο, ανάκαμψη συνώνυμα, ανάκαμψη ορισμός, ανάκαμψη μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο, ανάκαμψη λεξικό, ανάκαμψη λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ανάκαμψη στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ανάθεμα στα ισλανδικά - anathema
- ανάθεση στα ισλανδικά - verkefni, framsal, úthlutun, verkefnið
- ανάκλιντρο στα ισλανδικά - sofi, dívan, sófi, sófanum, sófa
- ανάκριση στα ισλανδικά - inquest
Τυχαίες λέξεις
Ανάκαμψη στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: bata, bati, endurheimt, endurheimtur
Μεταφράσεις: bata, bati, endurheimt, endurheimtur