Ανάκαμψη στα ουκρανικά
Μετάφραση: ανάκαμψη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відновлення, відбудову, поновлення
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάκαμψη
ανάκαμψη συνώνυμο, ανάκαμψη συνώνυμα, ανάκαμψη ορισμός, ανάκαμψη μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο, ανάκαμψη λεξικό, ανάκαμψη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανάκαμψη στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ανάθεμα στα ουκρανικά - клятьба, прокляття, проклін, клятьбу, анафема, анатема, проклятий, ...
- ανάθεση στα ουκρανικά - розподіл, завдання, асигнація, переуступка, асигнування, призначання, відрядження, ...
- ανάκλιντρο στα ουκρανικά - прилягти, лежати, викладати, лігвище, схилити, диван
- ανάκριση στα ουκρανικά - запитально, запитливо, допитливо, питально, розслідування
Τυχαίες λέξεις
Ανάκαμψη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: відновлення, відбудову, поновлення
Μεταφράσεις: відновлення, відбудову, поновлення