Ανάκαμψη στα εσθονικά

Μετάφραση: ανάκαμψη, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
taastumine, taastamine, taastamise, taaskasutamise, taastumise
Ανάκαμψη στα εσθονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάκαμψη

ανάκαμψη συνώνυμο, ανάκαμψη συνώνυμα, ανάκαμψη ορισμός, ανάκαμψη μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο, ανάκαμψη λεξικό, ανάκαμψη λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανάκαμψη στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ανάθεμα στα εσθονικά - anateem, needuseks, neetud, anathema, põhimõtetega vastuolus
  • ανάθεση στα εσθονικά - ülesanne, loovutamine, omistamine, loovutamise, ülesande
  • ανάκλιντρο στα εσθονικά - kruntvärv, pink, sõnastama, diivan, majutada, saan majutada, diivanil
  • ανάκριση στα εσθονικά - ülekuulamine, küsitlus, uuring, päring, eeluurimine, Juurdlus, vägivaldse surma, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανάκαμψη στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: taastumine, taastamine, taastamise, taaskasutamise, taastumise