Ανάκαμψη στα δανικά
Μετάφραση: ανάκαμψη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
inddrivelse, nyttiggørelse, opsving, genopretning, genvinding
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάκαμψη
ανάκαμψη συνώνυμο, ανάκαμψη συνώνυμα, ανάκαμψη ορισμός, ανάκαμψη μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο, ανάκαμψη λεξικό, ανάκαμψη λεξικό γλώσσας δανικά, ανάκαμψη στα δανικά
Μεταφράσεις
- ανάθεμα στα δανικά - bandlyst, Anathema, Anathema spille live, til Anathema, Anathema live
- ανάθεση στα δανικά - opgave, tildeling, opgaven, overdragelse, tildelingen
- ανάκλιντρο στα δανικά - sofa, sofaen, couch, sovesofa
- ανάκριση στα δανικά - forespørgsel, spørgsmål, ligsyn, ligsynet
Τυχαίες λέξεις
Ανάκαμψη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: inddrivelse, nyttiggørelse, opsving, genopretning, genvinding
Μεταφράσεις: inddrivelse, nyttiggørelse, opsving, genopretning, genvinding