Ανάκαμψη στα ολλανδικά
Μετάφραση: ανάκαμψη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
herstel, terugwinning, terugvordering, recovery, nuttige toepassing
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάκαμψη
ανάκαμψη συνώνυμο, ανάκαμψη συνώνυμα, ανάκαμψη ορισμός, ανάκαμψη μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο, ανάκαμψη λεξικό, ανάκαμψη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανάκαμψη στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ανάθεμα στα ολλανδικά - anathema, banvloek, gruwel, een gruwel, van Anathema
- ανάθεση στα ολλανδικά - taak, opdracht, toewijzing, overdracht, toekenning
- ανάκλιντρο στα ολλανδικά - divan, rustbank, canapé, bank, laag, de bank, couch
- ανάκριση στα ολλανδικά - enquête, lijkschouwing, onderzoek, gerechtelijk onderzoek, inquest, vooronderzoek
Τυχαίες λέξεις
Ανάκαμψη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: herstel, terugwinning, terugvordering, recovery, nuttige toepassing
Μεταφράσεις: herstel, terugwinning, terugvordering, recovery, nuttige toepassing