Αναβοσβήνω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αναβοσβήνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мигам, мига, мигат, примигва, премигва
Αναβοσβήνω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναβοσβήνω

αναβοσβήνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αναβοσβήνω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αναβλύζω στα βουλγαρικά - кладенец, излияние, излияния, поток, струя, избликвам, бликам
  • αναβολή στα βουλγαρικά - отлагане, отлагането, отсрочване, забавяне
  • αναγέννηση στα βουλγαρικά - ренесанс, регенерация, регенериране, Възстановяване на, регенерацията, регенерирането
  • αναγκαίος στα βουλγαρικά - необходимо, е необходимо, необходима, необходимост, необходимата
Τυχαίες λέξεις
Αναβοσβήνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: мигам, мига, мигат, примигва, премигва