Αναβοσβήνω στα λιθουανικά

Μετάφραση: αναβοσβήνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
akimirka, mirksėti, mirksės, Blink, mirksìti, mirksėjimo
Αναβοσβήνω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναβοσβήνω

αναβοσβήνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αναβοσβήνω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • αναβλύζω στα λιθουανικά - šulinys, gerai, plūstelėti, prapliupti, trykšti, kliokti, pliūptelėti
  • αναβολή στα λιθουανικά - atidėjimas, atidėjimo, atidėtas, atidedamas, atidėtas terminas
  • αναγέννηση στα λιθουανικά - renesansas, regeneracija, regeneravimas, regeneravimo, regeneracijos, atkūrimas
  • αναγκαίος στα λιθουανικά - reikalingas, būtinas, būtina, reikia, reikalinga, būtinos
Τυχαίες λέξεις
Αναβοσβήνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: akimirka, mirksėti, mirksės, Blink, mirksìti, mirksėjimo