Αναβοσβήνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: αναβοσβήνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кліпати, жмуритись, скисати, щулитися, блимати, мигати, блимає, миготіти, блимають
Αναβοσβήνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναβοσβήνω

αναβοσβήνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αναβοσβήνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αναβλύζω στα ουκρανικά - небо, злива, ринути, хлинути, потік
  • αναβολή στα ουκρανικά - чекання, невідомості, призупинення, припинення, відстрочений, відстрочка, відстрочення, ...
  • αναγέννηση στα ουκρανικά - вигідний, регенерація
  • αναγκαίος στα ουκρανικά - необхідний, потрібний, треба, необхідно, потрібно, необхідне, слід
Τυχαίες λέξεις
Αναβοσβήνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: кліпати, жмуритись, скисати, щулитися, блимати, мигати, блимає, миготіти, блимають