Αναρρόφηση στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αναρρόφηση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
всмукване, всмукателен, засмукване, изсмукване, смукателния
Αναρρόφηση στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναρρόφηση

αναρρόφηση τροφής, αναρρόφηση στον ύπνο, αναρρόφηση τιμη, αναρρόφηση λαδιου, αναρρόφηση νερου, αναρρόφηση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αναρρόφηση στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αναρριχώμαι στα βουλγαρικά - боричкане, надпревара, катерене, лазене, катеря се
  • αναρροφώ στα βουλγαρικά - отклонявам, източват, източване на, отточва, източва
  • αναρρώνω στα βουλγαρικά - възстановявам се
  • αναρχία στα βουλγαρικά - анархия, анархията, на анархията, хаос
Τυχαίες λέξεις
Αναρρόφηση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: всмукване, всмукателен, засмукване, изсмукване, смукателния