Αναρρόφηση στα τούρκικα
Μετάφραση: αναρρόφηση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
emme, emiş, emici, vakum
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναρρόφηση
αναρρόφηση τροφής, αναρρόφηση στον ύπνο, αναρρόφηση τιμη, αναρρόφηση λαδιου, αναρρόφηση νερου, αναρρόφηση λεξικό γλώσσας τούρκικα, αναρρόφηση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αναρριχώμαι στα τούρκικα - mücâdele, karıştırmak, tırmanış, mücâdele vermek, kapışmak
- αναρροφώ στα τούρκικα - emmek, kanunsuz olarak kazanmak, cebe indirmek, sifonla akıtmak, hortumlamasına
- αναρρώνω στα τούρκικα - iyileşmek, nekahet, nekahat, convalesce, iyilesmek için istirahat
- αναρχία στα τούρκικα - anarşi, anarşinin, anarchy, kargaşa
Τυχαίες λέξεις
Αναρρόφηση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: emme, emiş, emici, vakum
Μεταφράσεις: emme, emiş, emici, vakum