Αναρρόφηση στα λευκορωσικά

Μετάφραση: αναρρόφηση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
всасывать, ўсмоктвае, які ўсмоктвае
Αναρρόφηση στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναρρόφηση

αναρρόφηση τροφής, αναρρόφηση στον ύπνο, αναρρόφηση τιμη, αναρρόφηση λαδιου, αναρρόφηση νερου, αναρρόφηση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αναρρόφηση στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • αναρριχώμαι στα λευκορωσικά - падымаццa, барацьба, дужанне, змаганне, борьба
  • αναρροφώ στα λευκορωσικά - адпампоўваць, адкачваць, перапампоўваць грошы, перапампоўваць
  • αναρρώνω στα λευκορωσικά - здаравець, ачуньваць, папраўляцца, ўставаць, аднаўляцца
  • αναρχία στα λευκορωσικά - анархія, дзя
Τυχαίες λέξεις
Αναρρόφηση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: всасывать, ўсмоктвае, які ўсмоктвае