Απελευθερώνω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: απελευθερώνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
освобождава, освобождавам, освободи, освободят, се освободят, освободим
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απελευθερώνω
απελευθερώνω συνώνυμα, απελευθερώνω μετάφραση, απελευθερώνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, απελευθερώνω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- απειρία στα βουλγαρικά - неопитност, Липсата на опит, неопитността, Липсата на опит у
- απελαύνω στα βουλγαρικά - изключвам, експулсира, експулсиране, изгони, експулсират
- απελπισμένος στα βουλγαρικά - безнадежден, безнадеждно, безнадеждна, безнадеждни, безнадеждното
- απενεργοποιώ στα βουλγαρικά - правя неспособен, деактивирате, забраните, изключите, деактивиране
Τυχαίες λέξεις
Απελευθερώνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: освобождава, освобождавам, освободи, освободят, се освободят, освободим
Μεταφράσεις: освобождава, освобождавам, освободи, освободят, се освободят, освободим